- αμόλημα
- το, -ατοςχαλάρωση, αποδέσμευση: Αυτό το αμόλημα του γιου του δε θα του βγει σε καλό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμόλημα — το [αμολάω] 1. απαλλαγή κάποιου από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, απόλυση, λύσιμο 2. χαλάρωση 3. απελευθέρωση … Dictionary of Greek
αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… … Dictionary of Greek
εξαπόλυση — η απόλυση, αμόλημα, ξαπόλυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)